λιθίδιον

λιθίδιον
λῐθ-ίδιον, τό, Dim. of λίθος,
A pebble, gem, Pl.Phd.110d, Arist.Pr. 934b22, Plu.2.979b, Luc.Hist.Conscr.4.
2 gravel in the urine, Hp. Coac.578 (pl.); stone in the bladder, Paul.Aeg.6.60 (sg.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λιθίδιον — λιθίδιον, τὸ (ΑM) [λίθος] μσν. λίθος στην ουροδόχο κύστη αρχ. 1. λιθάρι, πετραδάκι 2. πολύτιμος λίθος («τὰ ἐνδάδε λιθίδια εἶναι ταῡτα τὰ ἀγαπώμενα μόρια, σάρδιά τε καὶ ἰάσπιδας καὶ σμαράγδους», Πλάτ.) 3. άμμος στα ούρα …   Dictionary of Greek

  • λιθίδιον — pebble neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθιδίοις — λιθίδιον pebble neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθιδίου — λιθίδιον pebble neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθιδίων — λιθίδιον pebble neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθιδίῳ — λιθίδιον pebble neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθίδια — λιθίδιον pebble neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”